οργιώδης

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

-ες
1. οργιαστικός
2. φρ. «οργιώδης βλάστηση» — ανεπτυγμένη βλάστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όργια. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Γ. Κ. Στρατήγη].