Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ὀπωροφυής, -ές (Μ)ευνοϊκός για την παραγωγή καρπών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].