ὀπωροφυής

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

German (Pape)

[Seite 365] ές, obstartig (?), Sp.

Greek Monolingual

ὀπωροφυής, -ές (Μ)
ευνοϊκός για την παραγωγή καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. μεγαλοφυής].