ορθόκεντρο

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το
μαθ. το σημείο τομής τών τριών υψών ενός τριγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthocenter < ορθ(ο)- + κέντρο].