ὀρθοκρισία

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

German (Pape)

[Seite 374] ἡ, grades, gerechtes Urtheil, Cyrill.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοκρῐσία: ἡ, δικαία κρίσις, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2, σ. 286.

Greek Monolingual

ὀρθοκρισία, ἡ (Α)
ορθή, δίκαιη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρισία (< -κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακο-κρισία].