οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
ὀρθοπόδης, ὁ (Α)ὀρθόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. βλαισο-πόδης].