Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α)
1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου
2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δαφν-ίτης)].