ορολεύκωμα

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

το, και ορολευκωματίνη, η
(βιοχ.) μη εν χρήσει σήμερα όρος για την οροαλβουμίνη ή αιματολευκωματίνη.