ορολεύκωμα

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το, και ορολευκωματίνη, η
(βιοχ.) μη εν χρήσει σήμερα όρος για την οροαλβουμίνη ή αιματολευκωματίνη.