οροαλβουμίνη

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) πρωτεΐνη που αποτελεί το 55% του συνόλου τών πρωτεϊνών του πλάσματος του αίματος, κύρια λειτουργία της οποίας είναι η διατήρηση της ωσμωτικής ισορροπίας μεταξύ τών αγγείων και τών ιστών, αλλ. αιματολευκωματίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. serumalbumine < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + albumine (βλ. λ. αλβουμίνες)].