ορογόνος

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

ο
1. ανατ. αυτός που εκκρίνει ορό
2. φρ. α) «ορογόνος υμένας» — λεπτή μεμβράνα που επενδύει ορισμένα όργανα και κοιλότητες του σώματος η οποία εκκρίνει υγρό που λιπαίνει τα τοιχώματα τών αντίστοιχων κοιλοτήτων διευκολύνοντας έτσι τις μετατοπίσεις και κινήσεις τών οργάνων που περιέχονται σ' αυτές, όπως είναι λ.χ. το περιτόναιο, ο υπεζωκότας, το περικάρδιο κ.ά.
β) «ορογόνος θύλακος» — ορογόνος υμένας που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή παρεμβάλλεται ανάμεσα σε τένοντες, μυς, οστά και άλλους σχηματισμούς για να μειώνεται η τριβή μεταξύ τών σχηματισμών αυτών.