ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
ὀρσινεφής, -ές (ΑΜ)αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + -νεφής (< νέφος), πρβλ. υψι-νεφής].