νεφεληγερέτης
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, see also νεφεληγερέτα, (ἀγείρω), cloud-gatherer, of Zeus, Il.1.511, al.; acc., ἀέρα νεφεληγερέτην Emp.149.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. νεφεληγερέτα.
Greek Monolingual
νεφεληγερέτης, ὁ (Α)
βλ. νεφεληγερέτα.
Russian (Dvoretsky)
νεφεληγερέτης: эп. νεφεληγερέτα ὁ ἀγείρω (только nom. voc. и gen. νεφεληγερέτᾱο) тучесобиратель (эпитет Зевса) Hom., Emped. ap. Plut., Luc.