ὀρσινεφής
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ὀρσινεφές, cloud-raising, Id.N.5.34.
German (Pape)
[Seite 387] ές, Wolken erregend, Ζεύς, Pind. N. 5, 34.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui soulève les nuages ou qui pousse les nuages.
Étymologie: ὄρνυμι, νέφος.
Russian (Dvoretsky)
ὀρσῐνεφής: нагоняющий тучи (Ζεύς Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρσῐνεφής: -ές, ὁ διεγείρων τὰ νέφη, τὸ τοῦ Ὁμήρου νεφεληγερέτα, Πινδ. Ν. 5. 62. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν τόμ. Α΄, σ. 784.
English (Slater)
ὀρσινεφής who rouses the clouds ὀρσινεφὴς Ζεύς (N. 5.34)
Greek Monolingual
ὀρσινεφής, -ές (ΑΜ)
αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + -νεφής (< νέφος), πρβλ. υψινεφής].
Greek Monotonic
ὀρσῐνεφής: -ές (νέφος), αυτός που σηκώνει τα σύννεφα, σε Πίνδ.