μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναι → only the beautiful is the good, only the morally beautiful is good
ὀρχοτομῶ, -έω (ΑΜ)ευνουχίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (ΙΙ) + συνδετικό φωνήεν -ο- + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τομώ].