οστεολογία

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀστεολογία και ὀστολογία, ιων. τ. ὀστεολογίη)
νεοελλ.
ανατ. κλάδος της ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη του ερειστικού συστήματος του ανθρώπινου σώματος
αρχ.
1. εξαγωγή οστών
2. περιγραφή τών οστών
3. πραγματεία σχετικά με τα οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οστεολόγος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osteology].