οστεολογία
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
η (Α ὀστεολογία και ὀστολογία, ιων. τ. ὀστεολογίη)
νεοελλ.
ανατ. κλάδος της ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη του ερειστικού συστήματος του ανθρώπινου σώματος
αρχ.
1. εξαγωγή οστών
2. περιγραφή τών οστών
3. πραγματεία σχετικά με τα οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οστεολόγος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osteology].