οστεολόγος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
ο, η (Α ὀστεολόγος, -ον)
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με την οστεολογία
αρχ.
1. αυτός που εξάγει οστά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεολόγον
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -λόγος].