οστεόφυτο

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

το
ιατρ. ανώμαλο οστέϊνο παράγωγο το οποίο αναπτύσσεται υπό μορφή ράμφους, κέρατος, αγκαθιού από το περιόστεο και είναι χαρακτηριστικό τών εκφυλιστικών αρθροπαθειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. osteophyte < ὀστέον / ὀστοῦν + -φυτο (< φύω, φύομαι)].