φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
ηιατρ. η οστεοπλαστική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoplasty < ὀστέον / ὀστοῦν + -πλαστία (< -πλάστης < πλάσσω)].