οσχοφόροι

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

ὀσχοφόροι και ὠσχοφόροι, οἱ (Α)
οι νεαροί που μετείχαν στα οσχοφόρια και κρατούσαν τους όσχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλήμα αμπέλου» + -φόρος].