Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ὀσχοφόροι και ὠσχοφόροι, οἱ (Α)
οι νεαροί που μετείχαν στα οσχοφόρια και κρατούσαν τους όσχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλήμα αμπέλου» + -φόρος].