οσχοφόροι

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

ὀσχοφόροι και ὠσχοφόροι, οἱ (Α)
οι νεαροί που μετείχαν στα οσχοφόρια και κρατούσαν τους όσχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλήμα αμπέλου» + -φόρος].