τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
οὐλοτριχῶ, -έω (Α) ουλότριχοςέχω σγουρά μαλλιά («τοὺς Ἰνδοὺς μὴ οὐλοτριχεῑν», Στράβ.).