Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
οὐλοτριχῶ, -έω (Α) ουλότριχοςέχω σγουρά μαλλιά («τοὺς Ἰνδοὺς μὴ οὐλοτριχεῖν», Στράβ.).