ουλότριχος

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ οὐλότριχος, -ον)
βλ. οὐλόθριξ.