ουρητήρας

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

Greek Monolingual

ο (Α οὐρητήρ, -ῆρος)
στον πληθ. οι ουρητήρες
δύο σωληνοειδείς πόροι που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη
αρχ.
η ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. αυλη-τήρ)].