νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
οὐλοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει ουλές στο πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλη + πρόσωπον.