ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
οὐλοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει ουλές στο πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλη + πρόσωπον.