ουλοπρόσωπος Search Google

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source

Greek Monolingual

οὐλοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ουλές στο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλη + πρόσωπον.