ουλοπρόσωπος

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

οὐλοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ουλές στο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλη + πρόσωπον.