οφθαλμολόγος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
ο, η
γιατρός ειδικός στις παθήσεις τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmologiste (< οφθαλμός + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Παδοβά].