ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
ὀφθαλμίας, ὁ (Α)1. (για ένα είδος αετού) οξυδερκής2. είδος ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επίθημα -ίας (πρβλ. ωμ-ίας)].