οφθαλμίας

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

ὀφθαλμίας, ὁ (Α)
1. (για ένα είδος αετού) οξυδερκής
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επίθημα -ίας (πρβλ. ωμίας)].