ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
ὀφθαλμωρύχος, -ον (Α)αυτός που βγάζει τα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ωρύχος (< ὀρύσσω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. τυμβ-ωρύχος)].