ὀφθαλμωρύχος

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμωρύχος Medium diacritics: ὀφθαλμωρύχος Low diacritics: οφθαλμωρύχος Capitals: ΟΦΘΑΛΜΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: ophthalmōrýchos Transliteration B: ophthalmōrychos Transliteration C: ofthalmorychos Beta Code: o)fqalmwru/xos

English (LSJ)

(parox.), ον, (ὀρύσσω) tearing out the eyes, A.Eu.186.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμωρύχος: [ῠ], -ον, (ὀρύσσω) ὁ ἐξορύττων τοὺς ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 186. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 308.

Greek Monolingual

ὀφθαλμωρύχος, -ον (Α)
αυτός που βγάζει τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ωρύχος (< ὀρύσσω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. τυμβωρύχος)].

Greek Monotonic

ὀφθαλμωρύχος: [ῠ], -ον, αυτός που ξεσχίζει, αφαιρεί τα μάτια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀφθαλμ-ωρῠ́χος, ον,
tearing out the eyes, Aesch.