οφθαλμωρύχος

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

Greek Monolingual

ὀφθαλμωρύχος, -ον (Α)
αυτός που βγάζει τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ωρύχος (< ὀρύσσω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. τυμβωρύχος)].