Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
η (Α ὀψοθήκη)
μέρος όπου φυλάσσονται τα όψα, οψοφυλάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψονν «τροφή, έδεσμα» + θήκη (πρβλ. βιβλιο-θήκη)].