παγόπληκτος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για φυτά) αυτός που υπέστη βλάβη από τον πάγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πλήττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγ. Βλάχου].