παιδεραστικός

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for παιδεραστία, Luc.Dom.4.

German (Pape)

[Seite 439] ή, όν, die Knabenliebe betreffend, τὰ παιδεραστικὰ συνεισόμεναι, Luc. de dom. 4.

Greek (Liddell-Scott)

παιδεραστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παιδεραστίαν, Λουκ. Οἶκος 4.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α παιδεραστικός, -ή, -όν) παιδεραστής
ο σχετικός με την παιδεραστία.