παιδεραστία

English (LSJ)

ἡ, love of boys, Pl.Smp. 181c.

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, Knabenliebe, Plat. Conv. 181 c, gew. im schlimmen Sinne, Knabenschänderei.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour pour les jeunes garçons PLAT.
Étymologie: παιδεραστής.

Greek (Liddell-Scott)

παιδεραστία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ παιδεραστεῖν, Λατ. puerorum amor, Πλάτ. Συμπ. 181C.

Greek Monolingual

η (Α παιδεραστία) παιδεραστής
η ερωτική σχέση ώριμου άνδρα προς νεαρό, πρωτίστως έφηβο
νεοελλ.
(νομ.) αποπλάνηση ανηλίκου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδεραστία -ας, ἡ [παιδεραστής] pederastie.