παλίμπεμπτος
From LSJ
[Seite 448] zurückgeschickt, Sp.
παλίμπεμπτος: -ον, ὁ ὀπίσω πεμφθείς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notices des Mss. 8, σ. 147.
παλίμπεμπτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει σταλεί πίσω, αυτός που έχει επιστραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πεμπτός (< πέμπω)].