Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
παλούκι
1. διατρυπώ κάποιο σώμα με πάσσαλο, ανασκολοπίζω, σουβλίζω
2. μέσ. παλουκώνομαι
κάθομαι στη θέση μου και παραμένω ακίνητος
3. μτφ. (για άνδρα) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι με γυναίκα.