πανδοχέας

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source

Greek Monolingual

πανδοχεύς και πανδοκεύς, ό, ΝΑ
ιδιοκτήτης πανδοχείου, ξενοδόχος
αρχ.
(στους Πυθαγορείους) ονομασία της μονάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δοχευς / -δοκεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα-δοχεύς, οικο-δοχεύς.