πανδοχέας

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

πανδοχεύς και πανδοκεύς, ό, ΝΑ
ιδιοκτήτης πανδοχείου, ξενοδόχος
αρχ.
(στους Πυθαγορείους) ονομασία της μονάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δοχευς / -δοκεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα-δοχεύς, οικο-δοχεύς.