πανδοχέας
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
πανδοχεύς και πανδοκεύς, ό, ΝΑ
ιδιοκτήτης πανδοχείου, ξενοδόχος
αρχ.
(στους Πυθαγορείους) ονομασία της μονάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δοχευς / -δοκεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα-δοχεύς, οικο-δοχεύς.