πάνθηρας
From LSJ
ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go
Greek Monolingual
ο / πάνθηρ, -ος, ΝΑ
είδος σαρκοφάγων θηλαστικών με χρώμα καστανοκίτρινο και με μαύρες κηλίδες σε κύκλους ποικίλου μεγέθους, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος Panthera της οικογένειας τών αιλουροειδών και ζει στην Αφρική και σε ολόκληρη σχεδόν την Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. pundarīka- «τίγρη». Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. πάνθηρ προήλθε από έναν αρχικό αμάρτυρο τ. πάρθηρ, λόγω της παρετυμολογικής σύνδεσης της με τις λ. πᾶν και θηρῶ «κυνηγώ»].