Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραβγαίνω

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. βγαίνω έξω περισσότερες φορές από ό,τι πρέπει ή μένω έξω από το σπίτι περισσότερη ώρα από το κανονικό
2. μτφ. α) συναγωνίζομαι κάποιον, αναμετρούμαι, αμιλλώμαι
β) νικώ κάποιον σε συναγωνισμό.