ἀλεάζω
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
English (LSJ)
(A),
A to be warm, Arist.Pr.863b22, Resp.472b4; trans., = θερμαίνω, Gal.19.73, Hsch.
ἀλεάζω (B) · κρύπτειν, ἢ προβάλλειν, καὶ εἴργειν, ἀφανίζειν, and -άζων· δικαζόμενος, Hsch. ἁλεάζω· ἀθροίζω, Id.; cf. ἁλής, ἁλία.