παράδικος
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
-ον, Μ
αυτός που εκδίδει απόφαση κατά παράβαση του δικαίου, αυτός που κρίνει άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -δικος (< δίκη)].