παραλοξαίνομαι

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be placed obliquely, Hp.Nat.Mul.40, Mul.2.141.

Greek (Liddell-Scott)

παραλοξαίνομαι: Παθ., γίνομαι λοξός, ἢ παραλοξαίνονται αἱ μῆτραι καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λοξὸν γίνεται Ἱππ. 578. 22., 655. 20.

Greek Monolingual

Α παράλοξος
γίνομαι λοξός, λοξεύω.