παράμαλλο

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
(αλιευτ.) α) καθένα από τα νήματα που έχει το παραγάδι και τα οποία φέρουν άγκιστρα
β) το μικρό λεπτό νήμα της πετονιάς που φέρει το αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μαλλί].