παραμασήτης

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ου, ὁ, (μασάομαι)

   A trencher-companion, parasite, Alex.236, Timocl.9.6.

German (Pape)

[Seite 489] ὁ, Mitkauer, komisch = παράσιτος, Alexis bei Ath. VI, 242 c u. A.

Greek (Liddell-Scott)

παραμᾰσήτης: -ου, ὁ, (μασάομαι) ὁ κατὰ τὴν μάσησιν σύντροφος, ὡς τὸ παράσιτος, Ἄλεξις ἐν «Τροφονίῳ» 3, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 6· - οὕτω παραμᾰσύντης, ου, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4, 8, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σύντροφος σε τραπέζι, συνδαιτημόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μασῶμαι].