παρασυζεύγνυμι

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

   A join alongside, Sch.E.Or.1016 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 501] (s. ζεύγνυμι), daneben verbinden, Schol. Eur. Or. 1016.

Greek (Liddell-Scott)

παρασυζεύγνυμι: συζευγνύω πλησίον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1016, ἐν τῷ παθ.

Greek Monolingual

Α
συζευγνύω πλησίον, παραπλεύρως, ζευγαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + συζεύγνυμι «ζευγαρώνω»].