παραχορδίζω
English (LSJ)
A strike a wrong note, Ar.Ec.295.
German (Pape)
[Seite 508] neben der rechten Seite greifen, d. i. sie verfehlen, VLL. erkl. διαφωνεῖν, ἁμαρτάνειν; B. A. 113, 2 vollständiger ἁμαρτεῖν κιθαρίζοντα; Ar. Eccl. 294 ὅπως μηδὲν παραχορδιεῖς ὧν δεῖ σ' ἀποδεῖξαι, Schol. παρὰ ῥυθμὸν ποιήσῃς.
Greek (Liddell-Scott)
παραχορδίζω: μέλλ. ἀττ. -ιῶ, κρούω οὐ τὴν προσήκουσαν χορδήν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 295.
Greek Monolingual
Α
1. κρούω λάθος χορδή, κάνω λάθος στο χτύπημα της χορδής, δεν χτυπώ αυτήν που πρέπει
2. (κατά τον Ησύχ.) «διαφωνεῑν, ἁμαρτάνειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χορδή + κατάλ. -ίζω].