παραχορδίζω

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

   A strike a wrong note, Ar.Ec.295.

German (Pape)

[Seite 508] neben der rechten Seite greifen, d. i. sie verfehlen, VLL. erkl. διαφωνεῖν, ἁμαρτάνειν; B. A. 113, 2 vollständiger ἁμαρτεῖν κιθαρίζοντα; Ar. Eccl. 294 ὅπως μηδὲν παραχορδιεῖς ὧν δεῖ σ' ἀποδεῖξαι, Schol. παρὰ ῥυθμὸν ποιήσῃς.

Greek (Liddell-Scott)

παραχορδίζω: μέλλ. ἀττ. -ιῶ, κρούω οὐ τὴν προσήκουσαν χορδήν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 295.

Greek Monolingual

Α
1. κρούω λάθος χορδή, κάνω λάθος στο χτύπημα της χορδής, δεν χτυπώ αυτήν που πρέπει
2. (κατά τον Ησύχ.) «διαφωνεῑν, ἁμαρτάνειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χορδή + κατάλ. -ίζω].